Οι ρίζες του flamenco
Οι θεωρίες περί της γενέσεως ενός είδους τέχνης, ακόμα και όταν αποτελούν προϊόν μιας έρευνας που έχει διεξαχθεί με όσο το δυνατόν αντικειμενικότερα κριτήρια, σπανίως εγκαταλείπουν την ουσία της καταγωγής τους. Μία θεωρία είναι πάντα ένα θώρι, μια ματιά συγκεκριμένη που αποτίθεται στην ουσία ενός αντικειμένου. Κατά τις επιταγές του λόγου, αντικείμενο χωρίς υποκείμενο δεν νοείται- ως εκ τούτου, τα συμπεράσματα που εξάγονται από οποιαδήποτε μορφή αναδίφησης διέπονται πάντοτε και από μία υποκειμενικότητα.
Περί των κοινωνικών, καλλιτεχνικών και φυλετικών σπόρων από τους οποίους δημιουργήθηκε το flamenco υπάρχει πληθώρα θεωριών. Το παρόν κείμενο δεν έχει σκοπό να συγκρίνει τις διιστάμενες απόψεις επί του προκειμένου ή να προβεί σε προσωπικά συμπεράσματα. Το σημείωμα αυτό δεν αποτελεί άλλο από μία διαδρομή κατά την οποία ο αναγνώστης θα γνωρίσει τα βασικά σημεία όπου τα διαφορετικά αυτά βλέμματα συναντώνται.
Η στερεοτυπική μεταφορά που βαφτίζει "ρίζες" τις γενεαλογικές καταβολές ενός είδους τέχνης χρησιμοποιείται κατά κανόνα στην περίπτωση του flamenco και παροτρύνει τη δημιουργία και άλλων συγγενών μεταφορών που επιθυμούν, δια της αφαιρετικής οδού, να προσεγγίσουν τη βαθιά υπόσταση αυτής της πλουμισμένης τέχνης. Το flamenco είναι μια βάτος καιγομένη - η φλόγα που το συντηρεί έχει βαθιά σχέση με το γενεσιουργό του ρίζωμα, αλλά ταυτόχρονα διαφοροποιείται κατά την επαφή της με τον αέρα της κάθε εποχής.
Τα πρώτα ξεκάθαρα σημάδια για την ύπαρξη του flamenco ανιχνεύονται στα τέλη του 18ου αιώνα στη δυτική Ανδαλουσία, εντός του γεωγραφικού τριγώνου που σχηματίζουν οι πόλεις Sevilla, Jerez και Cádiz (Σεβίλλη, Χερέθ, Κάδιθ). Είναι η εποχή του ώριμου ισπανικού διαφωτισμού, κατά τον οποίον η Ισπανία -ή τουλάχιστον ένα μέρος της- βρίσκεται σε μία προσπάθεια ανασύνταξης δυνάμεων και ανακατάταξης των τρόπων σκέψης που πηγάζουν από την καθολική πίστη και την άκριτη προσκόλληση στις παραδόσεις. Η αυτοκρατορική Ισπανία αποτελεί παρελθόν και οι κτήσεις της εκτός της Ιβηρικής μειώνονται με ανησυχητικό ρυθμό. Κατά την ιστορική αυτή στιγμή, την Ανδαλουσία μαστίζει η φτώχεια, η παρακμή της γεωργίας, του εμπορίου και των παραδοσιακών επαγγελμάτων των πόλεων (κυρίως λόγω του διωγμού των εβραίων και των μουσουλμάνων), παρόλες τις προσπάθειες των διαφωτιστών να κάνουν πράξη τις ορθολογιστικές ιδέες περί της λύσεως των προβλημάτων διαβίωσης.
Η Ανδαλουσία υπήρξε πάντοτε μία γη πονεμένη. Ακόμα και στις περιόδους ακμής του παρελθόντος, η οικονομία της περιοχής ευνοούσε πάντοτε τις κοινωνικές αντιθέσεις. Πέραν όμως του ποια ήταν τα κοινωνικά στρώματα του παρελθόντος, για να κατανοήσει κανείς τον πολυποίκιλο και πολύπαθο χαρακτήρα του flamenco πρέπει να αναρριχηθεί στο πολυπολιτιστικό και πολυπολιτισμικό πλέγμα που χαρακτηρίζει τον Νότο της Ισπανίας. Η ανδαλουσιανή γη έχει δεχθεί επιρροές από λαούς πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους: τους ιθαγενείς Ίβηρες με το μεσογειακό ταμπεραμέντο (κατά τους πρωτοϊστορικούς χρόνους), τους Φοίνικες με τη μεγάλη μουσικοχορευτική παράδοση της Ανατολής, τους Ταρτέσιους για τους οποίους επίσης υπάρχουν αναφορές σχετικές με τα μουσικοχορευτικά τους δρώμενα, και αργότερα τους Ρωμαίους και -ως έναν βαθμό- τους Έλληνες. Το τέλος της ρωμαϊκής κυριαρχίας (αρχές του 5ου αιώνα μ.Χ.) σήμανε η κάθοδος των γερμανικών φύλων από τον Βορρά, με επικρατέστερη την παρουσία των Βησιγότθων, οι οποίοι εμπλούτισαν τον τόπο με μια πρωτοβυζαντινή, αρχαΐζουσα αισθητική άποψη.
Χωρίς αμφιβολία όμως, κανένα στοιχείο δεν πότισε την Ανδαλουσία τόσο βαθιά όσο το αραβικό. Οι Άραβες (και άλλες φυλές που είχαν ασπαστεί τον μουσουλμανισμό) εισέβαλαν στον Νότο της Ισπανίας το 711 μ.Χ. και σύντομα εξαπλώθηκαν σε ολόκληρη τη χερσόνησο. Μέχρι το έτος 1492, όπου επανακτάται από τους χριστιανούς η Γρανάδα, η τελευταία εναπομείνασα μουσουλμανική κτήση, κυριαρχεί στην Ιβηρική το ιστορικό φαινόμενο που ονομάζεται reconquista (επανάκτηση), κατά το οποίο χριστιανοί και μουσουλμάνοι βρίσκονται σε έναν ακατάπαυστο πόλεμο. Οι χριστιανοί δημιούργησαν από νωρίς έναν πυρήνα στον Βορρά και μέχρι το τέλος του 15ου αιώνα κατάφεραν να επανακτήσουν τη γη που με τους σημερινούς γεωπολιτικούς όρους ονομάζεται ηπειρωτική Ισπανία.
Το γεγονός που έχει μεγάλη σημασία για την παρούσα διαδρομή στις ρίζες του flamenco, είναι ότι κατά το μεγαλύτερο διάστημα της μουσουλμανικής κυριαρχίας συμβίωναν στην Ανδαλουσία -είτε στα μουσουλμανικά είτε στα επανακτημένα χριστιανικά εδάφη- η χριστιανική, η μουσουλμανική και η εβραϊκή κουλτούρα. Στο ενδιαφέρον αυτό αμάλγαμα ήρθε να προστεθεί η παρουσία των τσιγγάνων, μιας φυλής νομαδικής φύσεως που προερχόταν από τις Ινδίες και έπειτα από ένα μακρύ μεταναστευτικό ταξίδι πέρασε στην Ισπανία κατά τον 15ο αιώνα. Οι νομάδες αυτοί με το φλογερό καλλιτεχνικό ταλέντο και τις εξωτικές καλλιτεχνικές εκφράσεις εγκατέλειψαν -στην πλειονότητά τους- τον νομαδισμό και εγκαταστάθηκαν κυρίως στην Ανδαλουσία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχουν θεωρίες αμιγώς τσιγγανοκεντρικές, που υποστηρίζουν ότι το flamenco είναι γέννημα των τσιγγάνων της Ανδαλουσίας και μόνον αυτών. Ακόμα κι αν κανείς θελήσει να δεχτεί τέτοιου είδους διατυπώσεις, δεν μπορεί να αρνηθεί ότι οι πολυταξιδεμένοι απωανατολίτες τσιγγάνοι, όχι μόνο έφεραν στοιχεία από τους λαούς που είχαν συναντήσει στο οδοιπορικό τους, αλλά διαποτίστηκαν και με τα έντονα χρώματα του ανδαλουσιανού ψηφιδωτού.
Το flamenco, πολυσχιδούς καταγωγής, αλλά τέκνο γνήσιο της Ανδαλουσίας, φέρει σημάδια κληρονομημένα απ- τη γενέτειρά του. Ό,τι άγγιξε την ανδαλουσιανή γη είναι παρόν στο σώμα του: τα φοινικικά κρουστά, τα κοκκινάδια που άλειφαν στο πρόσωπό τους οι γυναίκες των Ιβήρων, οι φαρμπαλάδες στις γυναικείες φορεσιές των μινωικών τοιχογραφιών, ακόμα και οι Ρωμαίοι, που έχτισαν δρόμους και γιοφύρια να περάσει η ιστορία και να τίξει το ιδίωμα romance, τη ρομανική πρόγονο της Ισπανικής. Παρόντες και παρούσες και παρόντα είναι στο σώμα του οι επιδέξιες κινήσεις των δακτύλων της ινδικής χορικής παράδοσης (επιρροή φερμένη από τους τσιγγάνους), η λαϊκή και η λόγια καλλιτεχνική παράδοση των Αράβων, αλλά και οι πιο πρωτόγονες εκφράσεις των άλλων αφρικανικών λαών που τους συνόδευαν, τα καλέσματα του μουεζίνη και η τέχνη της ανάγνωσης του Κορανίου, η εβραϊκή λόγια, λαϊκή και θρησκευτική παράδοση, καθώς και οι -κατά μία έννοια- υβριδικές καλλιτεχνικές εκφράσεις του τόπου όπως η αραβο-ανδαλουσιανή και σεφαραδίτικη μουσική και ποίηση.
Όσον αφορά στον χριστιανικό κόσμο, οι επιρροές είναι συνδεδεμένες με τα γρηγοριανά θρησκευτικά άσματα, με ίχνη της βυζαντινής μουσικής, καθώς και με ιθαγενή θρησκευτικά τελετουργικά των λεγόμενων moz-rabes, χριστιανών που ζούσαν σε μουσουλμανικό έδαφος. Σε ορισμένα κλαδιά του flamenco διακρίνονται ακόμα και ψήγματα των μουσικών εκφράσεων του Νέου Κόσμου, της μαύρης μουσικής (λόγω της επαφής με τους Αφρικανούς σκλάβους που μεταφέρθηκαν στην Αμερική), καθώς και της ευρωπαϊκής αυλικής παράδοσης (αναγεννησιακή μουσική, μπαρόκ κλπ.).
Μετά την κατάκτηση της Γρανάδας από τους χριστιανούς, οι μουσουλμάνοι και οι εβραίοι μετατράπηκαν σε ανεπιθύμητες μειονότητες οι οποίες αργότερα υπέστησαν τον διωγμό. Ανεπιθύμητη μειονότητα για τη νεοσύστατη αυτοκρατορία της Ισπανίας (που δημιουργήθηκε μετά την άφιξη του Κολόμβου στον Νέο Κόσμο) αποτελούσαν και οι τσιγγάνοι. Όσοι από τις τρεις αυτές μειονότητες κατάφεραν να παραμείνουν στην Ανδαλουσία, έστιξαν με την ύπαρξή τους τη γένεση του flamenco, το οποίο δημιουργήθηκε στα πλαίσια ενός περιορισμένου κοινωνικού περιθωρίου και είχε κατ- αρχάς έναν χαρακτήρα καθαρά λαϊκό. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, η περιθωριακή αυτή τέχνη εμπλουτίστηκε με νέα στοιχεία και ευνοήθηκε από την άνθιση των caf-s cantantes (κέντρα λαϊκής διασκέδασης όπου παρουσιάζονταν μουσικοχορευτικά θεάματα), ενώ συνέχισε να αναπτύσσεται στα καθημερινά γλέντια των τσιγγάνων και σε άλλα λαϊκά περιβάλλοντα.
Ακολουθώντας αυτή την πορεία, το flamenco εξελίχθηκε σε ένα μεγαλειώδες είδος τέχνης που είχε -και έχει- την ιδιότητα να είναι έντεχνο και εξαιρετικά αριστοτεχνικό, χωρίς να χάνει τον λαϊκό του χαρακτήρα και τις έντονες ερωτικές του περιπτύξεις με το φολκλόρ. Τον 19ο αιώνα, στα χρόνια του ισπανικού ρομαντισμού, οι ξένοι περιηγητές ανέδειξαν με το βλέμμα τους και τα γραπτά τους την αξία του flamenco. Κατά τα τέλη του ιδίου αιώνα άρχισε να υπάρχει και ένα λόγιο ενδιαφέρον εκ μέρους των Ισπανών γι- αυτό το μυστηριώδες καλλιτεχνικό επιτήδευμα. Το λόγιο αυτό ενδιαφέρον που εξύψωνε ηθικά το flamenco εμψύχωσε αρίστως ο ποιητής Federico Garc-a Lorca, στις αρχές του 20ου αιώνα.
Την ίδια εποχή, προϊόντος του ισπανικού εμφυλίου πολέμου (1936-1939), ο Νίκος Καζαντζάκης επισκέπτεται την Ισπανία και στα ταξιδιωτικά του απομνημονεύματα χαρακτηρίζει το flamenco « [...] μουσική μονόσερτη, αράπικη, όλο πάθος και θάνατο, που ανεβαίνει από τις ισκιωμένες μεσαυλές και τα πυκνά καφάσια της Κόρδοβας και της Σεβίλιας [...]». Το πάθος είναι, κατά γενική ομολογία, η επικρατέστερη ουσία στη σάρκα του flamenco. Ο έρωτας κι ο θάνατος, η σκλαβιά και η λεφτεριά, ο πόνος του διωγμού και της πενίας, αλλά -ενίοτε- και η διάθεση για σαρκασμό, ντύνονται με πάθος, γίνονται άσμα και χορός, επιφωνήματα ηχηρά, χτύπημα των χεριών που κατακαίει τις παλάμες, γοερός λυγμός μίας κιθάρας που γογγύζει- όπως του Lorca εκείνη η κιθάρα που θρηνεί:
«[...] Empieza el llanto / de la guitarra. / Es inútil / callarla. / Es imposible / callarla. / Llora monótona / como llora el agua, / como llora el viento / sobre la nevada. / Es imposible / callarla. [...]»
(«[...] Το κλάμα της κιθάρας αρχινά. Να την κατασιγάζεις είναι μάταιο. Να την κατασιγάσεις δυνατό δεν είναι. Κλαίει μονότονα όπως κλαίει το νερό, όπως κλαίει ο αγέρας πάνω στο χιονιά. Να την κατασιγάσεις δυνατό δεν είναι. [...]»)
Το flamenco είναι μια βάτος καιγομένη. Οι σπίθες του αλλάζουν ήχο και μορφή και χρώμα ακατάπαυστα, μα δεν σιωπούν ποτέ. Να τις κατασιγάσεις δυνατό δεν είναι. Δεν είναι άλλωστε και επιθυμητό. Το flamenco είναι μια τέχνη γεμάτη δημιουργικές αντιθέσεις. Μια τέχνη υψηλή που απ- τα χαμηλά φλεγόμενα κλαδιά της σε καλεί να την ανακαλύψεις.
Kείμενο: Mίκα Παρασκευά